- τραγωδοδιδάσκαλος
- ὁ, Ατραγικός ποιητής που διδάσκει ο ίδιος τον χορό και τους υποκριτές, ενώ παλαιότερα συμμετείχε και στις παραστάσεις τών τραγωδιών του.[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός + διδάσκαλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραγῳδοδιδάσκαλος — tragic poet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοδιδασκάλοις — τραγῳδοδιδάσκαλος tragic poet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοδιδασκάλους — τραγῳδοδιδάσκαλος tragic poet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοδιδασκάλων — τραγῳδοδιδάσκαλος tragic poet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοδιδάσκαλοι — τραγῳδοδιδάσκαλος tragic poet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοδιδάσκαλον — τραγῳδοδιδάσκαλος tragic poet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… … Dictionary of Greek